ἡλιώδης

ἡλιώδης
ἡλῐ-ώδης, ες,
A = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14;

μῆλα Philostr. Im.1.6

;

κόμη Anon.

ap. Eust.432.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡλιώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἡλιώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἡλιώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιώδει — ἡλιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡλιώδης masc/fem/neut dat sg ἡλιώδεϊ , ἡλιώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώδη — ἡλιώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡλιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡλιώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιῶδες — ἡλιώδης masc/fem voc sg ἡλιώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώδεις — ἡλιώδης masc/fem acc pl ἡλιώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιωδῶς — ἡλιώδης adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώδους — ἡλιώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”